σοκκάρι
(ουσ. ουδ.)
σοκκάρι
[soˈkari]
Σίλατ., Σινασσ.
σοκκάρ'
[soˈkar]
Αξ., Δίλ., Σινασσ.
σουκκάρ'
[suˈkar]
Τροχ., Φλογ.
Πληθ.
σοκκάρα
[soˈkara]
Μαλακ.
σουκκάρα
[suˈkara]
Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. σοκκάριον = σχοίνι, υποκορ. του πρώιμου μεσν. ουσ. σόκκος.
1. Σχοινί του κουβά πηγαδιού
ό.π.τ.
:
Κερεκή ζαπάχναν νύφ' παίρ' το άσκουμα με τα σουκάρα και το φουρκάλ'
(Την Κυριακή το πρωί η νύφη παίρνει τον κουβά με τα σκοινιά και την σκούπα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Κατέβασε το σουκκάρ’ ασ’ το τροχουλιά
(Κατέβασε το σκοινί μέσω της τροχαλίας)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
Κορίτσ', έπαρ' τα σουκκάρα να πάμε σο κουγιού να βγάλουμ' νερό!
(Κορίτσι, πάρε τα σκοινιά να πάμε στο πηγάδι να βγάλουμε νερό!)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
2. Ειδικότ., πλατιά λωρίδα ή σχοινί για το δέσιμο σαμαριών και δεματιών
Αξ., Δίλ., Σίλατ., Σινασσ.
:
Τ’ αλόγατ’ το παλάν και το σοκκάρ’ ντέχα εκειά ‘ζ νευλής το κοσ̑έ ‘νdα
(Του αλόγου το σαμάρι και το σαμαρόσκοινο νάτα πέρα στης αυλής τη γωνιά είναι)
Αξ.
-Μαυροχ.