σοϊτιέσιμα
(ουσ. ουδ.)
σοϊτιέσιμα
[soiti'esima]
Φάρασ.
Από το θ. του ρ. σοϊντούζω, όπου και τύπ. σοϊτι-έω, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
Κλοπή, ληστεία
Συνών.
κάπτημα, κλεψιμιό, κλέψιμο, χιρσιζλίκι