σοϊκά
(ουσ. ουδ.)
σοϊκά
[soika]
Μαλακ.
Πληθ.
σοϊκάδια
[soiˈkaðʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. soyka = α) ένδυμα β) ειδικότ., ένδυμα που έχει αφαιρεθεί από νεκρό (Redhouse).
Ειρων., ένδυμα