σόι
(ουσ. ουδ.)
σόι
['soi]
Αραβαν., Αφσάρ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
σόγι
['soʝi]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. soy = οικογένεια, καταγωγή. Ο τύπ. σόγι με ανάπτυξη μεσοφωνηεντ. [ɣ] για αποφυγή χασμωδίας.
Οικογένεια, καταγωγή, συγγένεια
ό.π.τ.
:
Σε τρία μέρες απάνω αν ντε ντώκ' το κορίτσ̑ι τ', να κατεβεί σο Κάστρο, να παρτσ̑αλαdίσ̑' και το γιαυτό τ' και ούλ-λο το σόι τ'
(σε τρεις ημέρες απάνω αν δε δώσει το κορίτσι του, θα κατεβεί στο Κάστρο, θα κομματιάσει και τον ίδιο και όλο του το σόι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Να χέσω ντου πρόσ'που σου, τα γένια σου, το σόι σου
(να χέσω το πρόσωπό σου, τα γένια σου, το σόι σου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ντου σόι μας λουβάις τσ̑είμιστι
(το σόι μας είμαστε συγγενείς)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τίνος σόι είσαι;
(σε ποια οικογένεια ανήκεις;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έχουμε σόγι
(είμαστε συγγενείς)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Συνών.
οτζάκι, νταμάρι, σινσιλέ, φαμίλια, φύτρα, χανές