ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σόι (ουσ. ουδ.) σόι ['soi] Αραβαν., Αφσάρ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. σόγι ['soʝi] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. soy = οικογένεια, καταγωγή. Ο τύπ. σόγι με ανάπτυξη μεσοφωνηεντ. [ɣ] για αποφυγή χασμωδίας.
Οικογένεια, καταγωγή, συγγένεια ό.π.τ. : Σε τρία μέρες απάνω αν ντε ντώκ' το κορίτσ̑ι τ', να κατεβεί σο Κάστρο, να παρτσ̑αλαdίσ̑' και το γιαυτό τ' και ούλ-λο το σόι τ' (σε τρεις ημέρες απάνω αν δε δώσει το κορίτσι του, θα κατεβεί στο Κάστρο, θα κομματιάσει και τον ίδιο και όλο του το σόι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Να χέσω ντου πρόσ'που σου, τα γένια σου, το σόι σου (να χέσω το πρόσωπό σου, τα γένια σου, το σόι σου) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντου σόι μας λουβάις τσ̑είμιστι (το σόι μας είμαστε συγγενείς) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τίνος σόι είσαι; (σε ποια οικογένεια ανήκεις;) Μισθ. -Κοτσαν. Έχουμε σόγι (είμαστε συγγενείς) Μαλακ. -Τζιούτζ. Συνών. οτζάκι, νταμάρι, σινσιλέ, φαμίλια, φύτρα, χανές