φύτρα
(ουσ. θηλ.)
φύτρα
[ˈfitra]
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ.
Πρώιμ. μεσν. ουσ. φύτρα, πβ. Ἡσύχ. Φ 1076 «φύτρα· φύσις. οἱ δὲ φυτήρια». Πβ. τουρκ. διαλεκτ. ουσ. fitra = βλαστός ως δάν. από την ελλ.
β.
Σπαρτό
Φλογ.
:
Σα Φλοητά φύτρωναν όλα φύτρα
(Στα Φλογητά φύτρωναν όλα τα σπαρτά
)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ190α
2. Γενιά, καταγωγή
ό.π.τ.
:
Χώριζαμ' τα φύτρα
(Ξεχωρίζαμε την καταγωγή του καθενός)
Τσαρικ.
-ΚΜΣ-ΚΠ294
Συνών.
γενιά, γένος, γονιός :3, νταμάρι, σινσιλέ, σόι