ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φύτρα (ουσ. θηλ.) φύτρα [ˈfitra] Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ. Πρώιμ. μεσν. ουσ. φύτρα, πβ. Ἡσύχ. Φ 1076 «φύτρα· φύσις. οἱ δὲ φυτήρια». Πβ. τουρκ. διαλεκτ. ουσ. fitra = βλαστός ως δάν. από την ελλ.
1. Βλάστημα, φυτό που έχει βλαστήσει Γούρδ., Μισθ., Φάρασ. Πβ. βλαστάρι, φιλίζ, φύτρος
β. Σπαρτό Φλογ. : Σα Φλοητά φύτρωναν όλα φύτρα (Στα Φλογητά φύτρωναν όλα τα σπαρτά ) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ190α
2. Γενιά, καταγωγή ό.π.τ. : Χώριζαμ' τα φύτρα (Ξεχωρίζαμε την καταγωγή του καθενός) Τσαρικ. -ΚΜΣ-ΚΠ294 Συνών. γενιά, γένος, γονιός :3, νταμάρι, σινσιλέ, σόι