φωνάζω
(ρ.)
φωνάζω
[foˈnazo]
Καππ.
φωνάζου
[foˈnazu]
Σίλ.
φωνιάζου
[foˈɲazu]
Σίλ.
Εν. Υποτ. γ'
φωναξ'
[foˈnaks]
Ανακ.
Πληθ. Υποτ. γ'
φωνά ξ̑’νε
[foˈnakʃne]
Αξ.
Μεσν. ρ. φωνάζω, το οπ. από το αρχ. ρ. φωνέω-ῶ με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -άζω.
1. Για έμψυχο, φωνάζω, βγάζω φωνή, κράζω
ό.π.τ.
:
Κουκουβάγια φωνάζ’
(Η κουκουβάγια φωνάζει)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Φρ.
Να φωνάξ’ βούβος
(Να κράξει κουκουβάγια˙ Ως κατἀρα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
βροντώ, κράζω, λαλώ, μπαγιρντώ, ουλουντίζω, τσιγιρντίζω, χαβλαντίζω
2. Καλώ, προσκαλώ κάποιον
:
Και σ’ πένdε παραγιού όργο αν σε φωνάξ̑’νε, άμε
(Και σε πέντε παράδων έργων να σε φωνάξουν, να πας) )
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Ας τ’ άκουσεν ο βάσιλειος φωνάζει το χολιασμένος
(Όταν το άκουσε ο βασιλιάς τον κάλεσε θυμωμένος)
Καππ.
-Αινατζ.
Συνών.
βρυχώμαι, λαλώ, μπαγιρντώ, στριγγώ, τσιγιρντίζω