ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φωνάζω (ρ.) φωνάζω [foˈnazo] Καππ. φωνάζου [foˈnazu] Σίλ. φωνιάζου [foˈɲazu] Σίλ. Εν. Υποτ. γ' φωναξ' [foˈnaks] Ανακ. Πληθ. Υποτ. γ' φωνά ξ̑’νε [foˈnakʃne] Αξ. Μεσν. ρ. φωνάζω, το οπ. από το αρχ. ρ. φωνέω-ῶ με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -άζω.
1. Για έμψυχο, φωνάζω, βγάζω φωνή, κράζω ό.π.τ. : Κουκουβάγια φωνάζ’ (Η κουκουβάγια φωνάζει) Ανακ. -Κωστ.Α. || Φρ. Να φωνάξ’ βούβος (Να κράξει κουκουβάγια˙ Ως κατἀρα) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. βροντώ, κράζω, λαλώ, μπαγιρντώ, ουλουντίζω, τσιγιρντίζω, χαβλαντίζω
2. Καλώ, προσκαλώ κάποιον : Και σ’ πένdε παραγιού όργο αν σε φωνάξ̑’νε, άμε (Και σε πέντε παράδων έργων να σε φωνάξουν, να πας) ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Ασμ. Ας τ’ άκουσεν ο βάσιλειος φωνάζει το χολιασμένος (Όταν το άκουσε ο βασιλιάς τον κάλεσε θυμωμένος) Καππ. -Αινατζ. Συνών. βρυχώμαι, λαλώ, μπαγιρντώ, στριγγώ, τσιγιρντίζω