φωνή
(ουσ. θηλ.)
φωνή
[foˈni]
Ανακ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ.
φωνιά
[foˈɲa]
Αξ.
Πληθ.
φωνές
[foˈnes]
Σίλ., Τελμ.
Αρχ. ουσ. φωνή. Ο τύπ. φωνιά αναλογ. προς το ουσ. λαλιά ή από το μεσαιων. ρ. φωνιάζω = φωνάζω υποχωρητ.
Φωνή
ό.π.τ.
:
Σίδερο φωνή
(Σιδερένια, σκληρή φωνή)
Ανακ.
-Cost.
Ένα σουρού φωνές γιούκ’σα
(Άκουσα ένα σωρό φωνές)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Και τσι λόγια, και τσι φωνές! Το φ'κάλι μου καζάνι ποίκαν
(Και τι λόγια, τι φωνές, το κεφάλι μου το έκαναν καζάνι)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Πατώ φωνές
(βγάζω φωνές˙ ουρλιάζω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Νε λαλιά νε φωνιά
(Ούτε λαλιά ούτε φωνή˙ Για παντελή έλλειψη απαντήσεων ή πληροφοριών)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
σέσι