ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φωνή (ουσ. θηλ.) φωνή [foˈni] Ανακ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ. φωνιά [foˈɲa] Αξ. Πληθ. φωνές [foˈnes] Σίλ., Τελμ. Αρχ. ουσ. φωνή. Ο τύπ. φωνιά αναλογ. προς το ουσ. λαλιά ή από το μεσαιων. ρ. φωνιάζω = φωνάζω υποχωρητ.
Φωνή ό.π.τ. : Σίδερο φωνή (Σιδερένια, σκληρή φωνή) Ανακ. -Cost. Ένα σουρού φωνές γιούκ’σα (Άκουσα ένα σωρό φωνές) Σίλ. -Κωστ.Σ. Και τσι λόγια, και τσι φωνές! Το φ'κάλι μου καζάνι ποίκαν (Και τι λόγια, τι φωνές, το κεφάλι μου το έκαναν καζάνι) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Πατώ φωνές (βγάζω φωνές˙ ουρλιάζω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Νε λαλιά νε φωνιά (Ούτε λαλιά ούτε φωνή˙ Για παντελή έλλειψη απαντήσεων ή πληροφοριών) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
Συνών. σέσι