φωτεινός
(επίθ.)
φωτεινό
[fotiˈno]
Σινασσ.
φωτσεινό
[fotsiˈno]
Γούρδ.
Αρχ. επίθ. φωτεινός.
Φωτεινός
Γούρδ.
:
Αλ'τινό και φωτεινό, άλικο και λαμπερό την ανάγκη τ' έχομε το χαϊδεύω με φιλά κι αν το πιάσω με κενdά
(Κόκκινο, χρυσαφί και φωτεινό, πορφυρό και λαμπερό την ανάγκη του έχουμε το χαϊδεύω με φιλά κι αν το πιάσω με τσιμπά˙ Η φωτιά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
φεγγερός :1