φωτιστικός
(ουσ. αρσ.)
φωτιστικός
[fotistiˈkos]
Ανακ., Φάρασ.
φωτισ̑τικό
[fotiʃtiˈko]
Μαλακ.
Πληθ.
φωτισ̑τικά
[fotiʃtiˈka]
Ανακ., Μαλακ.
φωτσικά
[fotsiˈka]
Σινασσ.
Από ουσιαστικοπ. του μεταγν. επιθ. φωτιστικὸς = αυτός που φωτίζει.
Βαφτισιμιός, βαφτιστήρι
ό.π.τ.