ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φωτιστικός (ουσ. αρσ.) φωτιστικός [fotistiˈkos] Ανακ., Φάρασ. φωτισ̑τικό [fotiʃtiˈko] Μαλακ. Πληθ. φωτισ̑τικά [fotiʃtiˈka] Ανακ., Μαλακ. φωτσικά [fotsiˈka] Σινασσ. Από ουσιαστικοπ. του μεταγν. επιθ. φωτιστικὸς = αυτός που φωτίζει.
Βαφτισιμιός, βαφτιστήρι ό.π.τ.