βασιλικὀς (I)
(επίθ.)
βασιλικός
[vasiliˈkos]
Φάρασ.
βασιλικό
[vasiliˈko]
Αραβ., Γούρδ., Σίλατ.
βασ'λικὀ
[vasliˈko]
Ανακ., Φερτάκ.
βασ̑'λικό
[vaʃ liˈko]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ.
Αρχ. επιθ. βασιλικός.
1. Αυτός που αρμόζει, σχετίζεται με βασιλιά
ό.π.τ.
β.
Ο σχετικός με τον Μεγ. Βασίλειο
Φάρασ.
:
Βασιλικό λειτροΐα
(Η λειτουργία του Μ. Βασιλείου
)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Βασιλικό ψωμί
(Βασιλόπιτα
)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
2. Αυτός που εξέχει, υπερέχει από τους άλλους
Φάρασ.
:
|| Φρ.
Βασιλικό δόνdι
(Βασιλικό δόντι˙ το δόντι τραπεζίτης)
Φάρασ.
-ΙΛΝΕ
Βασιλικόν το θύρι
(Βασιλική θύρα˙ η κεντρική πύλη του ιερού της εκκλησίας, η Ωραία Πύλη)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Συνών.
μπουρούνι
3. Ευλογημένος, διαβασμένος
Αραβ.
:
Παίρνισκαμ’ θυμιάμα ντιαβασμένο, βασιλικό
(Παίρναμε θυμίαμα διαβασμένο, ευλογημένο στην εκκλησία)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ165
Συνών.
φραΐζω
4. Ουσιαστικοπ., βαφτισιμιός
Αξ.
:
Εγώ το σ̑ήκωσα, βασ̑'λικό μ' 'ναι
(Εγώ τον βάπτισα, βαφτισιμιός μου είναι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
φωτιστικός :1