βασιλόπουλο
(ουσ. ουδ.)
βασιλόπουλο
[vasiˈlopulo]
Σινασσ.
βασιλόπ'λο
[vasiˈloplo]
Σινασσ.
Μεσν. ουσ. βασιλόπουλον, από το ουσ. βασιλιάς και το παραγωγ. επίθμ. -όπουλο.
Ο γιος του βασιλιά
:
Κατέβην το βασιλόπουλο ασ' το δενdρό και πήγε στα κρεμούς και στα μαgούρια 'νεμέσα
(Κατέβηκε το βασιλόπουλο από το δέντρο και πήγε ανάμεσα στους γκρεμούς και στα βάραθρα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Πήγεν και το βασιλόπ'λο με τ' αψύ τ' άλογο
(Πήγε και το βασιλόπουλο με το γρήγορο άλογο)
Σινασσ.
-Αρχέλ.