ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βασιλόπουλο (ουσ. ουδ.) βασιλόπουλο [vasiˈlopulo] Σινασσ. βασιλόπ'λο [vasiˈloplo] Σινασσ. Μεσν. ουσ. βασιλόπουλον, από το ουσ. βασιλιάς και το παραγωγ. επίθμ. -όπουλο.
Ο γιος του βασιλιά : Κατέβην το βασιλόπουλο ασ' το δενdρό και πήγε στα κρεμούς και στα μαgούρια 'νεμέσα (Κατέβηκε το βασιλόπουλο από το δέντρο και πήγε ανάμεσα στους γκρεμούς και στα βάραθρα) Σινασσ. -Αρχέλ. Πήγεν και το βασιλόπ'λο με τ' αψύ τ' άλογο (Πήγε και το βασιλόπουλο με το γρήγορο άλογο) Σινασσ. -Αρχέλ.