ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαστάγι (ουσ. ουδ.) βαστάι [vaˈstai] Φλογ. Από το μεσν. ουσ. βαστάγιν= αλυσίδα ή σχοινί από το οπ. κρεμιέται κάτι, βλ. ΙΛΝΕ, λ. βαστάγι.
Μικρό σκοινί με το οποίο οι γυναίκες έδεναν στον ώμο τις στάμνες μεταφοράς νερού. : Σο βαστάι δένισ̑καν το λαήν’, παίρισ̑κεν το νύφ’ σο τρέσ̑η τ’ (Στο σκοινάκι έδεναν το λαγήνι, το έπαιρνε η νύφη στη ράχη της) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Φορτών' τα σο τρέσ̑η τ', έχ' ένα αρκαλέτσ̑' και ένα βαστάι, φέρ' το νερό σο σπίτ' (Τα φορτώνει στην πλάτη (της), έχει ένα προσώμι κι ένα σχοινάκι, φέρνει το νερό στο σπίτι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Συνών. λαγηνόραμμα, Πβ. αρκαλέτσι