ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαρωσιά (ουσ. θηλ.) βαρουσ̑ά [varuˈʃa] Σίλ. Από το αορ. θ. του ρ. βαρώνω και παραγωγ. επίθμ. -ιά ή -σιά.
Ψυχικό βάρος Σίλ. : Ιψές το βραντύ ήρτι μιά βαρουσ̑ά, και βραχνάς μη ήτανε, ρέν τα ξέρου (Χθές το βράδυ μου ήρθε ένα βάρος, μπορεί να ήταν εφιάλτης, δεν ξέρω) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. βάρος, γομάρι, ζύγι
Τροποποιήθηκε: 04/02/2025