ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βάρος (ουσ. ουδ.) βάρος [ˈvaros] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ. βάρους [ˈvarus] Σίλ., Φάρασ. βάρο [ˈvaro] Ανακ., Ποτάμ., Φλογ. Αρχ. ουσ. βάρος.
1. Βάρος ό.π.τ. : Με το βάρο τ' ένα κερί (Μια λαμπάδα ίσαμε το βάρος του, ενν. τάζω) Ανακ. -Cost. Ασ' σο βάρο γούλτωσα, ασ' σου κεφαλιού μ' το βάρο (Γλύτωσα από το βάρος, από το βάρος του κεφαλιού μου) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. γομάρι
2. Μτφ., βάρος, βάσανο, στενοχώρια Ανακ. : Αν έχ̇ισκες ένα πόθος, ένα βάρος, να περάσ’ (Αν είχες μιά ασθένεια, μιά στενοχώρια, θα περάσει) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. βαρωσιά, γαχίρι, γομάρι, ζύγι :6, μεράκι :1