μεράκι
(ουσ. ουδ.)
μεράκι
[meˈraci]
Μισθ., Σινασσ.
μεράκ'
[meˈrak]
Μαλακ.
μεράχ'
[meˈrax]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τελμ., Τροχ.
μεράχι̂
[meˈraxɯ]
Σίλ.
μεράχ̇ι
[meˈraxi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. merak, όπου και διαλεκτ. τύπ. merah.
1. Καημός, στεναχώρια, μελαγχολία
ό.π.τ.
:
Μεραχλάντ'σ’ απός τζ̑αι ’ψότσε ’σ’ το μεράχιν του
(Στενοχωρήθηκε η αλεπού και ψόφησε απ’ τον καημό της)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Χουωριαίνεν τζ̑αι ζαϊφλάντ’σεν ’σ’ το μεράχι του
(Κιτρίνισε κι αδυνάτισε από τον καημό του)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Πήιν απ' του μεράχ' τ’
(Πέθανε από τον καημό του )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μέερ πέσανε γαμπρός τσης Ν̑ίκος, είσ̑ι πολ̑ύ μεράχι
(Όμως πέθανε ο γαμπρός της ο Νίκος, είχε μεγάλη στεναχώρια)
Σίλ.
-Καρίπ.
Ουτσ̑ά πέρνανε ταρός τουν γκαι ζομπόλειναν λίγο τα μεράχ̇ια τουν
(Έτσι περνούσε ο καιρός τους και ξεχνούσαν λίγο τους καημούς τους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Tουτουρντίειζ' ένα τζίαρα να φύει δου μεράκι
(Aνάβεις ένα τσιγάρο να φύγει το μεράκι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Ό,τι ’ένdουν ’ένdουν, μεράχι̂ μη φτέν΄
(Ό,τι έγινε έγινε, μη στεναχωριέσαι˙ Ως παρηγορητικός λόγος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ντέρτι, σεβντάς, σεφιλίκι
2. Ανησυχία, σκοτούρα
Μαλακ., Σίλ.
:
Σ̑υ μεράχι̂ μη τα ποίσ̑εις, 'γώ καλά πιάνου τσ̑η
(Eσύ μην ανησυχείς, εγώ θα την φροντίσω καλά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Καλά ζ̑ιά Ντέσποινα, με σ̑άνεις μεράχ’, έχεις το λόγοζ-ου-μ’
(Καλά θειά Δέσποινα, μη σκοτίζεσαι, έχεις το λόγο μου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Χίλια μεράχια ένα καρυδιού καύκαλο δεν μπορείς να γεμώσεις
(Χίλιες στεναχώριες δεν γεμίζουν ένα καρυδότσουφλο˙ οι καθημερινές έγνοιες είναι ασήμαντες)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
γιασεφέτι, καϊγού, τασά
3. Επιθυμία
Τροχ., Φάρασ.
:
'σ' τ' εσέτερ' το μεράχ' κιμόνο να μάχιτ' όσα μπορείτ' περ'σσά, ντώκετ' σ' εμέ φιρσάτ'
(Εξαιτίας της δικής σας επιθυμίας να μάθετε όσο μπορείτε περισσότερα, δώσατε σ' εμένα την ευκαιρία)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
|| Φρ.
Το μεράχι̂ σου φτένεις τα ιτσιράς
(Την επιθυμία σου την κάνεις πραγματικότητα˙ Για τους δυνατούς και επίμονους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γάλπι :3, θέλημα, μουράτι, ντιλέκι :1, ροθυμία, χασιρέτι :2