σεφιλίκι
(ουσ. ουδ.)
σεφιλίκι
[sefiˈlici]
Φάρασ., Φερτάκ.
σεφιλ-λίχ̇ι
[sefilˈlixɯ]
Φάρασ.
σεφελι-έχι
[sefeliˈeci]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. sefillik = μιζέρια, φτώχια.
1. Δυστυχία
ό.π.τ.
:
Πα ποίκωμε να γλιτώσουμε ‘π’ ατό το σεφιλίκι;
(τι θα κάνουμε για να γλιτώσουμε από αυτή την δυστυχία; )
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Παροιμ.
Ο νομάτ’ του τζ̑ο γ’ρεύει τ’ όργον ντου, ταυρεί το σεφελι-έχι
(ο άνθρωπος που δεν κοιτάζει τη δουλειά του, τραβάει δυστυχία˙ ο άνθρωπος που εμπλέκεται σε ξένες υποθέσεις, δυστυχεί)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Βάσανο
Φάρασ.
:
Με μεις, το μέτ’ρο το σεφιλίκι ένι τζάβου ζόρι
(το δικό μας βάσανο είναι πολύ δύσκολο, δηλ. είναι χειρότερο)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Συνών.
μεράκι, ντέρτι