ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεφιλίκι (ουσ. ουδ.) σεφιλίκι [sefiˈlici] Φάρασ., Φερτάκ. σεφιλ-λίχ̇ι [sefilˈlixɯ] Φάρασ. σεφελι-έχι [sefeliˈeci] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. sefillik = μιζέρια, φτώχια.
1. Δυστυχία ό.π.τ. : Πα ποίκωμε να γλιτώσουμε ‘π’ ατό το σεφιλίκι; (τι θα κάνουμε για να γλιτώσουμε από αυτή την δυστυχία; ) Φάρασ. -Παπαδ. || Παροιμ. Ο νομάτ’ του τζ̑ο γ’ρεύει τ’ όργον ντου, ταυρεί το σεφελι-έχι (ο άνθρωπος που δεν κοιτάζει τη δουλειά του, τραβάει δυστυχία˙ ο άνθρωπος που εμπλέκεται σε ξένες υποθέσεις, δυστυχεί) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Βάσανο Φάρασ. : Με μεις, το μέτ’ρο το σεφιλίκι ένι τζάβου ζόρι (το δικό μας βάσανο είναι πολύ δύσκολο, δηλ. είναι χειρότερο) Φάρασ. -Παπαδ. Συνών. μεράκι, ντέρτι