σέτι
(ουσ. ουδ.)
σέτι
[ˈseti]
Σινασσ.
σέτ'
[set]
Μαλακ.
Νεότ. ουσ. σέτι = α) υπερυψωμένο μέρος ενός κτιρίου ή κήπου β) χτιστό πεζούλι έξω από την πόρτα γ) πάτωμα (Mackridge 2021: 234), το οπ. από το τουρκ. set (< αραβ. sedd) = ανάχωμα.
2. Βάθρο
ό.π.τ.