σερτιάζω
(ρ.)
σερτιάζου
[serˈtçazu]
Δίλ., Μισθ.
Από το επίθ. σέρτης και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Σκληραίνω
ό.π.τ.
:
Σερτιάσεν και τσακώνεται το γέλ’μα
(Σκλήρυνε και σπάζει το σιτάρι)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887