ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σευτύς (επίρρ.) σευτύς [sefʹtis] Σινασσ. Από την φρ. ὡς εὐθύς, με το αρχ. επίρρ. εὐθύς. Ο τύπ. ευτύς μεσν.
Αμέσως : 'ποτέ τό διεβάζισκεν, έπεσεν ας τό δέντρο ένα ρόίδι επάνω στή φυλλάδα τ ’ και σευτύς ή φυλλάδα αλτινάσεν (Καθώς το διάβαζε, έπεσε από το δέντρο ένα ρόδι πάνω στη φυλλάδα του, και αμέσως η φυλλάδα κοκκίνισε) Σινασσ. -Αρχέλ. Στο παλάτ' άμα τους είδαν όλοι σευτύς έτρεξαν το είπαν το βασιλιά (Στο παλάτι όταν τους είδαν, όλοι αμέσως έτρεξαν και το είπαν στον βασιλιά) Σινασσ. -Αρχέλ. Κούντζε το φουνdουκάκι και σευτύς χτίστην ένα παλάτι (Πέταξε το φουντουκάκι και αμέσως χτίστηκε ένα παλάτι) Σινασσ. -Αρχέλ. Ακούστην σευτύς ένα γλυτσύ λάλεμα σαν τραγούδι (Ακούστηκε αμέσως μιά λαλιά γλυκιά σαν τραγούδι) Σινασσ. -Αρχέλ.