σευτύς
(επίρρ.)
σευτύς
[sefʹtis]
Σινασσ.
Από την φρ. ὡς εὐθύς, με το αρχ. επίρρ. εὐθύς. Ο τύπ. ευτύς μεσν.
Αμέσως
:
'ποτέ τό διεβάζισκεν, έπεσεν ας τό δέντρο ένα ρόίδι επάνω στή φυλλάδα τ ’ και σευτύς ή φυλλάδα αλτινάσεν
(Καθώς το διάβαζε, έπεσε από το δέντρο ένα ρόδι πάνω στη φυλλάδα του, και αμέσως η φυλλάδα κοκκίνισε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Στο παλάτ' άμα τους είδαν όλοι σευτύς έτρεξαν το είπαν το βασιλιά
(Στο παλάτι όταν τους είδαν, όλοι αμέσως έτρεξαν και το είπαν στον βασιλιά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Κούντζε το φουνdουκάκι και σευτύς χτίστην ένα παλάτι
(Πέταξε το φουντουκάκι και αμέσως χτίστηκε ένα παλάτι)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ακούστην σευτύς ένα γλυτσύ λάλεμα σαν τραγούδι
(Ακούστηκε αμέσως μιά λαλιά γλυκιά σαν τραγούδι)
Σινασσ.
-Αρχέλ.