ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σέφτομαι (ρ.) σέφτομαι [ˈseftome] Φάρασ. σαπεμένον [sapeˈmenon] Από το μεσν. ρ. σέπομαι (πβ. Ασσίζ. 178. 18) το οπ. από το αρχ. ρ σήπομαι., με ανάπτυξη [t] αναλογ. προς ρ. σε -φτω.
Σαπίζω Φάρασ. : || Φρ. Σό σαπεμένον ντο νώμον τζ̑ο πατεί (Στο σάπιο κλαδί δεν πατάει˙ Αποφεύγει τους κινδύνους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.