ουλτιέζω
(ρ.)
ουλτι-έω
[ultiˈeo]
Αφσάρ., Φάρασ.
ουλτι-έζω
[ultiˈezo]
Αφσάρ.
ουλτι-έγω
[ultiˈeɣo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. ölmek = πεθαίνω, αποσυντίθεμαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. ülmek και ulmak.
Για σάρκες, σαπίζω, αποσυντίθεμαι