ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουλτιέζω (ρ.) ουλτι-έω [ultiˈeo] Αφσάρ., Φάρασ. ουλτι-έγω [ultiˈeɣo] Φάρασ. ουλτι-έζω [ultiˈezo] Αφσάρ. Από το τουρκ. ρ. ölmek = πεθαίνω, αποσυντίθεμαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. ülmek και ulmak.
Για σάρκες, σαπίζω, αποσυντίθεμαι ό.π.τ. Συνών. λακίζω :2, σέφτομαι
Τροποποιήθηκε: 14/07/2025