ουλσούν
(επίρρ.)
ουλσούν
[ulˈsun]
Αξ.
Από το τουρκ. olsun = 1. δεν πειράζει 2. ας είναι.
Μόνο στην φρ. ουλσούν ουλσούν, σιγά σιγά
Συνών.
γιαβάς :1
Τροποποιήθηκε: 30/08/2025