ουρανός
(ουσ. αρσ.)
ουρανός
[uraˈnos]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Σατ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
ούρανος
['uranos]
Φερτάκ.
ούρανου
[ʹuranu]
Τσαρικ.
ουρανί
[uraˈni]
Αραβαν.
Πληθ.
ουράνια
[uˈrania]
Αξ., Τροχ.
Από το αρχ. ουσ. οὐρανός.
Ουρανός
ό.π.τ.
:
Α βινέψω α φιλτσ̑άνι νερό σο ουρανό
(Θα ρίξω ένα φλιτζάνι νερό στον ουρανό)
Αφσάρ.
-Dawk.
qύρεψεν ένα φιστάν' όπου να έχ' βούλα τα άστρα σον ουρανόν όπου είνdαι
(Ζήτησε ένα φουστάνι που να έχει όλα τα άστρα που είναι στον ουρανό)
Σίλατ.
-Dawk.
Σα δώδεκα το σαχάτι, κατακρότ’σεν ο ουρανός τζ̑αι σείστην ο κόσμος!
(Στις δώδεκα η ώρα, βρόντηξε ο ουρανός και σείστηκε ο κόσμος!)
Σατ.
-Παπαδ.
Κατέβ'κι οπ' τουν ουρανό
(Κατέβηκε από τον ουρανό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Το όλιος μας φαίνεται σαν να γυρίσ' το ουρανό
(Ο ήλιος μας φαίνεται σαν να γυρίζει στον ουρανό)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Μουχαήλ Αρχάγγελος παίρ’ το ψυή κι ανεβαίν’ σα ουράνια
(Ο Μιχαήλ Αρχάγγελος παίρνει την ψυχή και ανεβαίνει στον ουρανό)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Το να πας το στράτα ως παίνεις, να εύρεις ένα ντέφ', τὄνα το χείλα τ' σο ουρανό και τ΄ άλλο 'ς' τσ̑η χη
(Καθώς πηγαίνεις στο δρόμο που πας, θα βρεις μια δράκαινα, το ένα της χείλι στον ουρανό και το άλλο στη γη)
Αραβαν.
-Φωστ.
Φανέθη αν άνκελος ασ' τ' ουρανό
(Εμφανίστηκε ένας άγγελος από τον ουρανό)
Φάρασ.
-Lag.
Έβγκ' στο σ̑εΐρι ο τσ̑υνογάρ, 'ς το ουρανό καρμανίσκινι
(Ο αετός βγήκε να κοιτάξει τη θέα από ψηλά, έκανε κύκλους στον ουρανό)
Αφσάρ.
-Dawk.
Είδαν το άγιο πνέμα, έπεσεν ασ' σον ουρανόν
(Είδα το Άγιο Πνεύμα, έπεσε από τον ουρανό)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Μάνα, έριdι ένα μι ντ' άλουγου απ' τ' ούρανου αν ντου τόζ'
(Μάνα, έρχεται ένας με το άλογο από τον ουρανό μέσα στη σκόνη)
Τσαρικ.
-Καραλ.
|| Φρ.
Έσ̑ει μιά μύτσ̑η ως τουν ουρανό
(Έχει μιά μύτη ως τον ουρανό˙ είναι επηρμένος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Παραγείσ' πουλί, ψυχή τ' πέττασεν 'ς τα ουράνια
(Παραδείσου πουλί ήταν, η ψυχή του πέταξε στα ουράνια˙ Για θάνατο μικρού παιδιού)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ουρανός γαπάντσεν σ̑τη χη
(Ο ουρανός κλείστηκε στη γη˙ σκοτεινιάζει, θα βρέξει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'ς τον ουρανό θάλι κρεμίστη;
(Έπεσε καμιά πέτρα από τον ουρανό;˙ για αυτούς που φοβούνται με το παραμικρό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Γαίμα χύνεται, ουρανός γένην όιμα, πόλεμος είναι
(Αίμα χύνεται, ο ουρανός έγινε αίμα, πόλεμος γίνεται˙ Σύμφωνα με τις προλήψεις, ο κόκκινος ουρανός στο σημείο της Ανατολής ή της Δύσης προμηνύει πόλεμο)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Όποιος φτύζ' τον ουρανό φτύζ' τη μούρη του
(Όποιος φτύνει τον ουρανό φτύνει τη μούρη του˙ η ασέβεια προς τον Θεό προδίδει κακό χαρακτήρα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Το κατινό ουρανός 'σ' την αστραπή τζ̑ο φοβείται
(Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται˙ ο ενάρετος δεν φοβάται τις κατηγορίες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Τροποποιήθηκε: 24/07/2025