ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουρανός (ουσ.) ουρανός [uraˈnos] Ανακ., Αξ., Αφσάρ., Γούρδ., Σίλ., Φάρασ. ουρανί [uraˈni] Αραβαν. ούρανος ['uranos] Φερτάκ. ούρανο ['urano] Αραβαν. Πληθ. ουράνια [uˈrania] Αξ. Από το αρχ. ουσ. οὐρανός.
Ουρανός ό.π.τ. : Α βινέψω α φιλτσ̑άνι νερό σο ουρανό (Θα ρίξω ένα φλιτζάνι νερό στον ουρανό) Αφσάρ. -Dawk. || Φρ. Έσ̑ει μιά μύτσ̑η ως τουν ουρανό (Έχει μιά μύτη ως τον ουρανό˙ Eίναι επηρμένος) Σίλ. -Κωστ.Σ. Παραγείσ' πουλί, ψυχή τ' πέττασεν 'ς τα ουράνια (Παραδείσου πουλί ήταν, η ψυχή του πέταξε στα ουράνια˙ Για θάνατο μικρού παιδιού) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Γαίμα χύνεται, ουρανός γένην όιμα, πόλεμος είναι (Αίμα χύνεται, ο ουρανός έγινε αίμα, πόλεμος γίνεται˙ Σύμφωνα με τις προλήψεις, ο κόκκινος ουρανός στο σημείο της Ανατολής ή της Δύσης προμηνύει πόλεμο) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. ορταλίκι