ουρανός
(ουσ.)
ουρανός
[uraˈnos]
Ανακ., Αξ., Αφσάρ., Γούρδ., Σίλ., Φάρασ.
ουρανί
[uraˈni]
Αραβαν.
ούρανος
['uranos]
Φερτάκ.
ούρανο
['urano]
Αραβαν.
Πληθ.
ουράνια
[uˈrania]
Αξ.
Από το αρχ. ουσ. οὐρανός.
Ουρανός
ό.π.τ.
:
Α βινέψω α φιλτσ̑άνι νερό σο ουρανό
(Θα ρίξω ένα φλιτζάνι νερό στον ουρανό)
Αφσάρ.
-Dawk.
|| Φρ.
Έσ̑ει μιά μύτσ̑η ως τουν ουρανό
(Έχει μιά μύτη ως τον ουρανό˙ Eίναι επηρμένος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Παραγείσ' πουλί, ψυχή τ' πέττασεν 'ς τα ουράνια
(Παραδείσου πουλί ήταν, η ψυχή του πέταξε στα ουράνια˙ Για θάνατο μικρού παιδιού)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Γαίμα χύνεται, ουρανός γένην όιμα, πόλεμος είναι
(Αίμα χύνεται, ο ουρανός έγινε αίμα, πόλεμος γίνεται˙ Σύμφωνα με τις προλήψεις, ο κόκκινος ουρανός στο σημείο της Ανατολής ή της Δύσης προμηνύει πόλεμο)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
ορταλίκι