ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουρανός (ουσ. αρσ.) ουρανός [uraˈnos] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Σατ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ. ούρανος ['uranos] Φερτάκ. ούρανου [ʹuranu] Τσαρικ. ουρανί [uraˈni] Αραβαν. Πληθ. ουράνια [uˈrania] Αξ., Τροχ. Από το αρχ. ουσ. οὐρανός.
Ουρανός ό.π.τ. : Α βινέψω α φιλτσ̑άνι νερό σο ουρανό (Θα ρίξω ένα φλιτζάνι νερό στον ουρανό) Αφσάρ. -Dawk. qύρεψεν ένα φιστάν' όπου να έχ' βούλα τα άστρα σον ουρανόν όπου είνdαι (Ζήτησε ένα φουστάνι που να έχει όλα τα άστρα που είναι στον ουρανό) Σίλατ. -Dawk. Σα δώδεκα το σαχάτι, κατακρότ’σεν ο ουρανός τζ̑αι σείστην ο κόσμος! (Στις δώδεκα η ώρα, βρόντηξε ο ουρανός και σείστηκε ο κόσμος!) Σατ. -Παπαδ. Κατέβ'κι οπ' τουν ουρανό (Κατέβηκε από τον ουρανό) Σίλ. -Κωστ.Σ. Το όλιος μας φαίνεται σαν να γυρίσ' το ουρανό (Ο ήλιος μας φαίνεται σαν να γυρίζει στον ουρανό) Γούρδ. -Καράμπ. Μουχαήλ Αρχάγγελος παίρ’ το ψυή κι ανεβαίν’ σα ουράνια (Ο Μιχαήλ Αρχάγγελος παίρνει την ψυχή και ανεβαίνει στον ουρανό) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Το να πας το στράτα ως παίνεις, να εύρεις ένα ντέφ', τὄνα το χείλα τ' σο ουρανό και τ΄ άλλο 'ς' τσ̑η χη (Καθώς πηγαίνεις στο δρόμο που πας, θα βρεις μια δράκαινα, το ένα της χείλι στον ουρανό και το άλλο στη γη) Αραβαν. -Φωστ. Φανέθη αν άνκελος ασ' τ' ουρανό (Εμφανίστηκε ένας άγγελος από τον ουρανό) Φάρασ. -Lag. Έβγκ' στο σ̑εΐρι ο τσ̑υνογάρ, 'ς το ουρανό καρμανίσκινι (Ο αετός βγήκε να κοιτάξει τη θέα από ψηλά, έκανε κύκλους στον ουρανό) Αφσάρ. -Dawk. Είδαν το άγιο πνέμα, έπεσεν ασ' σον ουρανόν (Είδα το Άγιο Πνεύμα, έπεσε από τον ουρανό) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Μάνα, έριdι ένα μι ντ' άλουγου απ' τ' ούρανου αν ντου τόζ' (Μάνα, έρχεται ένας με το άλογο από τον ουρανό μέσα στη σκόνη) Τσαρικ. -Καραλ. || Φρ. Έσ̑ει μιά μύτσ̑η ως τουν ουρανό (Έχει μιά μύτη ως τον ουρανό˙ είναι επηρμένος) Σίλ. -Κωστ.Σ. Παραγείσ' πουλί, ψυχή τ' πέττασεν 'ς τα ουράνια (Παραδείσου πουλί ήταν, η ψυχή του πέταξε στα ουράνια˙ Για θάνατο μικρού παιδιού) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ουρανός γαπάντσεν σ̑τη χη (Ο ουρανός κλείστηκε στη γη˙ σκοτεινιάζει, θα βρέξει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. 'ς τον ουρανό θάλι κρεμίστη; (Έπεσε καμιά πέτρα από τον ουρανό;˙ για αυτούς που φοβούνται με το παραμικρό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Γαίμα χύνεται, ουρανός γένην όιμα, πόλεμος είναι (Αίμα χύνεται, ο ουρανός έγινε αίμα, πόλεμος γίνεται˙ Σύμφωνα με τις προλήψεις, ο κόκκινος ουρανός στο σημείο της Ανατολής ή της Δύσης προμηνύει πόλεμο) Ανακ. -Κωστ.Α. || Παροιμ. Όποιος φτύζ' τον ουρανό φτύζ' τη μούρη του (Όποιος φτύνει τον ουρανό φτύνει τη μούρη του˙ η ασέβεια προς τον Θεό προδίδει κακό χαρακτήρα) Σινασσ. -Αρχέλ. Το κατινό ουρανός 'σ' την αστραπή τζ̑ο φοβείται (Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται˙ ο ενάρετος δεν φοβάται τις κατηγορίες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
Τροποποιήθηκε: 24/07/2025