ουσουλάν
(επίρρ.)
ουσουλάν
[usu'lan]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίρρ. usulen = α) τυπικά β) σύμφωνα με τους κανόνες.
Με τον προσήκοντα τρόπο