ουσταλίχι
(ουσ. ουδ.)
ουσταλíχ
[usta'lɯx]
Αξ.
ουσταλίχι
[usta'liçi]
Φάρασ.
Απο το τουρκ. ουσ. ustalık = α) μαστοριά, επιδεξιότητα β) επαγγελματικότητα γ) τέχνη.
Μαστοριά, τέχνη
ό.π.τ.