ουσταλίχι
(ουσ. ουδ.)
ουσταλι̂́χ'
[usta'lɯx]
Αξ.
ουσταλίχι
[usta'liçi]
Φάρασ.
Απο το τουρκ. ουσ. ustalık = α) μαστοριά, επιδεξιότητα, τέχνη β) επαγγελματισμός.
Μαστοριά, τέχνη
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 26/07/2025