ούτε
(σύνδ.)
ούτε
[ˈute]
Ανακ., Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ.
Αρχ. σύνδ. οὔτε.
Δηλώνει άρνηση με έμφαση
:
Τι ήταν δεν ξέραμε, ούτε χριστιανοί ούτε Τούρκοι. Αβάνια έλεγάν τα. Τι ‘νται; Μέσα στα σπίτια είχαμ’ κελέρια· εκεί κρυβόμασταν.
(Τι ήταν δεν ξέραμε, ούτε Χριστιανοί ούτε Τούρκοι. Τους έλεγαν Αβάνια. Τι είναι; Μέσα στα σπίτια είχαμε υπόγεια· εκεί κρυβόμαστε)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Ούτε το γαϊdούρ' ντε μπορ' να καλέψ'
(Ούτε το γαϊδούρι δεν μπορεί να καβαλικεύσει˙ Για εκείνες τις νιόνυφες που δεν είχαν εκείνα τα προσόντα που θεωρούνταν απαραίτητες για μιά παντρεμένη, π.χ. να μπορεί να καβαλικεύσει ένα γαίδούρι εν κινήσει)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Nύμφη, γιατί απόμ'νεικες από την συντροφιά σου;
Εσέν τα ρούχα σου βάρυναν γιόχσα τ' ασημικά σου;
ούτε τα ρούχα μου βαρούν ούτε τ' ασημικά μου
μόν' έσφαξαν το ταίρι μου πάνω στα γόνατά μου (Nύφη, γιατί έμεινες πίσω από την συντροφιά σου;
Σε βάρυναν τα ρούχα σου ή μήπως τ' ασημικά σου;
ούτε τα ρούχα μου βαραίνουν ούτε τ' ασημικά μου
μονο που έσφαξαν το ταίρι μου πάνω στα γόνατά μου) Σινασσ. -Lag. Συνών. μήτε, μπιλέ, νε
Εσέν τα ρούχα σου βάρυναν γιόχσα τ' ασημικά σου;
ούτε τα ρούχα μου βαρούν ούτε τ' ασημικά μου
μόν' έσφαξαν το ταίρι μου πάνω στα γόνατά μου (Nύφη, γιατί έμεινες πίσω από την συντροφιά σου;
Σε βάρυναν τα ρούχα σου ή μήπως τ' ασημικά σου;
ούτε τα ρούχα μου βαραίνουν ούτε τ' ασημικά μου
μονο που έσφαξαν το ταίρι μου πάνω στα γόνατά μου) Σινασσ. -Lag. Συνών. μήτε, μπιλέ, νε