ουτζούτζα
(επίρρ.)
ουτζ̑ούτζ̑α
[u'ʤuʤa]
Αραβαν., Σίλ.
Από το τουρκ. επίρρ. ucuzca = φτηνά.
Φθηνά
ό.π.τ.