ουτζούτζα
(επίρρ.)
ουdζ̑ούτζ̑α
[u'ʤuʤa]
Σίλ.
ουdζ̑ούζια
[u'ʤuzʝa]
Αραβαν.
Από το τουρκ. επίρρ. ucuzca = φθηνά.
Τροποποιήθηκε: 23/10/2025