ουτζούτζα
(επίρρ.)
ουτζ̑ούτζ̑α
[u'ʤuʤa]
Σίλ.
ουτζ̑ούζια
[u'ʤuzʝa]
Αραβαν.
Από το τουρκ. επίρρ. ucuzca = φθηνά.
Τροποποιήθηκε: 21/07/2025