ουστιέσιμα
(ουσ. ουδ.)
ουσ̑τιέσιμα
[uʃtiˈesima]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. του ρ. ουστούζω, όπου και τύπ. ουσ̑τιέου, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
Πέταγμα