ούτσαρτα
(επίρρ.)
ούτσ̑αρτα
[ʹutʃarta]
Αξ., Μισθ.
Από τα επιρρ. ούτσα και ορθά, όπου και τύπ. ορτά.
Όσο γι' αυτό, ως προς αυτό
ό.π.τ.
:
Ούτσ̑αρτα καλό 'ναι
(Όσο γι' αυτό καλός είναι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τροποποιήθηκε: 28/07/2025