ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ούτσαρτα (επίρρ.) ούτσ̑αρτα [ʹutʃarta] Αξ., Μισθ. Από τα επιρρ. ούτσα και ορθά, όπου και τύπ. ορτά.
Όσο γι' αυτό, ως προς αυτό ό.π.τ. : Ούτσ̑αρτα καλό 'ναι (Όσο γι' αυτό καλός είναι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
Τροποποιήθηκε: 28/07/2025