ουτσλού
(ουσ. ουδ.)
ϋτσ̑λΰ
[ytʃˈly]
Αξ.
ουτσκλού
[utsˈklu]
Σίλατ.
Από το τουρκ. επίθ. üçlü = α) τριπλός β) ως ουσ., τριάδα γ) τρίο.
Το παιχνίδι τρίλιζα
ό.π.τ.