οχσατίζω
(ρ.)
οχσ̑ατίζω
[oxʃa'tizo]
Μαλακ.
οκσαdώ
[oksaˈdo]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. okşamak= χαϊδεύω, όπου και διαλεκτ. τύπ. ohşamak.
Τροποποιήθηκε: 10/07/2025