οχσατίζω
(ρ.)
οχσ̑ατίζω
[oxʃa'tizo]
Μαλακ.
οξαdώ
[oksaˈdo]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. okşamak.= χαϊδεύω, όπου και διαλεκτ. τύπ. ohşamak.
Χαϊδεύω
ό.π.τ.