οχτώκατο
(αριθμ.)
οχτώκατο
[o'xtokato]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το αριθμ. οχτώ και το αριθμ. εκατό.
Οχτακόσια
:
Α χιάς τσ̑αι οχτώκατό τιράμα σ̑οκάρι
(Ένα κιλό και 800 γραμμάρια ζάχαρη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
οχτακόσια
Τροποποιήθηκε: 29/07/2025