οχσάτημα
(ουσ. ουδ.)
οχσ̑άτημα
[ox'ʃatima]
Μαλακ.
Από το ρ. οχσατίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Χάιδεμα
Τροποποιήθηκε: 14/07/2025