ουτσμπασλί
(επίθ.)
üτσ̑übασ̑λί
[ytʃyˈbaʃlɯ]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. επίθ. üç başlı = τρικέφαλος
Τρικέφαλος, με τρία κεφάλια
Πβ.
ικιμπάσλı