ουτσμπασλί
(επίθ.)
ϋτσ̑ϋbασ̑λι̂́
[ytʃyˈbaʃlɯ]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. επίθ. üç başlı = τρικέφαλος
Τρικέφαλος, με τρία κεφάλια
Πβ.
ικιμπάσλı
Τροποποιήθηκε: 29/07/2025