ούτσα
(επίρρ.)
ούτσα
['utsa]
Γούρδ., Μπέηκ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τσαρικ., Φερτάκ.
ούτσ̑α
['utʃa]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Φερτάκ.
αούτσα
[aˈutsa]
Ανακ., Τσουχούρ.
αούτσ̑α
[a'utʃa]
Αξ., Τελμ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
αβούτσα
[aˈvutsa]
Ανακ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
αβούτσ̑α
[a'vutʃa]
Αραβ., Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
αβουτσά
[avu'tsa]
Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
'βούτσα
[ˈvutsa]
Μισθ.
αγούτσα
[a'ɣutsa]
Τελμ.
χαούτσ̑α
[xa'utʃa]
Τσουχούρ., Φλογ.
αούτσι
[aʹutsi]
Φάρασ.
αβούτσι
[aˈvutsi]
Σατ., Φάρασ.
'βούτσι
[ˈvutsi]
Φάρασ.
αβουσί
[avuˈsi]
Φάρασ.
αβού
[aˈvu]
Φάρασ.
Από το αρχ. τροπικό επίρρ. οὕτως, οὑτωσί (Χατζιδάκις ΜΝΕ Β΄, 591), το οπ. αποτελεί πρόγονο και του μεσν. και κοινού ν.ε. έτσι. Oι τύπ. με αρκτ. χα- ή α- (χαούτσα, αούτσα, αβούτσα, αγούτσα κ.τ.ο.) με την πρόταξη του δεικτικού και εμφατικού μορίου χα (Ι) (< τουρκ. ha). Πβ. και Ποντ. αέτσι, αβούτος (Παπαδόπουλος, 1958-1961, λ. αέτσι, αούτος, Schreiber 2024: 107).
Πβ.
χα
1. Ως τροπικό επίρρημα, έτσι
ό.π.τ.
:
Το να μποίκ' ούτσ̑α ντεν ντο ξεύρισ̑κα
(Ότι θα έκανε έτσι δεν το περίμενα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Kι εκείνο, σάν dο είπεν, ούτσ̑α έπ'κεν dο
(Kι εκείνος, όπως του είπε, έτσι το έκανε)
Φερτάκ.
-Dawk.
Μι ντου μελό σ' εμένα κύριουις μι, ούτσ̑α πήρις μι
(Με το μυαλό σου εμένα με νίκησες, έτσι με πήρες)
Μισθ.
-Dawk.
Ισ̑ύ ούτσ̑α π'gέ τα
(Εσύ έτσι κάνε το)
Ουλαγ.
-Dawk.
'ντερέ ντερέ έν'νε ούτσ̑α
(Τώρα τώρα (πριν λίγο) έγινε έτσι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ούτσ̑α να γενεί ντ’ όργου
(Έτσι θα γίνει η δουλειά )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ούτσα dο ολΰ στέκνει, ότλα dο έσεκαν
(Ο νεκρός στέκει έτσι όπως τον έβαλαν)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ούτσα τα λέισ̑καμ' πότ' τα τραγωρούμ' ατά
(Έτσι τα λέγαμε όταν τα τραγουδούσαμε αυτά)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Βρε γαϊντιργί βιλλί, τίαλ' δα σ̑άνεις ούτσα;
(Βρε γαμώτο σου, πώς τα κάνεις έτσι;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ισύ γιαΐ σ̑άνεις ούτσα γιάβρου μ';
(Εσύ γιατί κάνεις έτσι παιδάκι μου;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γιαΐ μι ρανάς ούτσα;
(Γιατί με κοιτάς έτσι;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ας τo ζεχιρλεdίσ' και ούτσ̑α να γουλτώσουν ούλ-λα τουν
(Ας το δηλητηριάσει και έτσι θα γλυτώσουν όλοι τους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κάκα, τι σ̑άνεις ούτσ̑α, τα σταφίγες κουντάς τα 'ς το λερό;
(Γιαγιά, τι κάνεις έτσι, τις σταφίδες τις πετάς στο νερό;)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ούτσα 'νι, ούτσα 'νι, αλήθεια 'νι!
(Έτσι είναι, έτσι είναι, αλήθεια είναι!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Αλήγεια ούτσ̑α 'ναι
(Αλήθεια έτσι είναι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Χαούτσ̑α γκετσ̑ίνdινανε, παν μέρα αούτσ̑α
(Έτσι επιβίωναν, κάθε μέρα έτσι)
Φλογ.
-Dawk.
'γώ ήμουν πατισάχου γιός, α μαρκάλτσα ποίτσι μι χάουτσα
(Εγώ ήμουν γιος βασιλιά, μια δράκαινα με έκανε έτσι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Αούτσα 'σ' το πολύ το 'πογονάτισμα τρυπήθην το φιστόνι του
(Έτσι από το πολύ το γονάτισμα τρύπησε το φουστάνι της)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Άου αούτσα μου βκαίν' όξου σον gόσμου μπρό
(Μη βγαίνεις πια έξω έτσι μπροστά στον κόσμο)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Σα μάτσ̑ια σ' αούτσ̑α φαίνονdαι
(Στα μάτια σου φαίνονται έτσι)
Τελμ.
-Dawk.
Αούτσ̑α ποίκα τα το φαΐ
(Έτσι το έφτιαξα το φαΐ)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Αβούτσ̑α να με το ποίκεις ήτονε;
(Έτσι θα μου το έκανες;)
Ποτάμ.
-Dawk.
Ύστερα κουρουλτούν τα τραπέζ̑α και κόσμος τρώγ'-πίν' και ταγιλτά, και αβούτσα τελειών' το γάμος
(Ύστερα στήνονται τα τραπέζια και ο κόσμος τρωγοπίνει και σκορπίζεται και έτσι τελειώνει ο γάμος)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
-'βούτσα ντέ 'ναιν μι, ταγή; -'βούτσα 'ναι ογλούμ, 'βούτσα 'ναι
(-Έτσι δεν είναι, μπάρμπα; -Έτσι είναι παιδί μου, έτσι είναι)
Μισθ.
-Pernot.Gall.
Ένι αβούτσι τζ̑' εσύ απιδέ
(Έτσι είναι και για σένα εδώ)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
Το δεύτερο η στράτα πάλι είπεν ντα αβούτσι
(Ο δεύτερος δρόμος έλεγε (στην επιγραφή) πάλι έτσι, τα ίδια)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Κάτα χρόνο φταίνκαμεν τα αβούτσι
(Κάθε χρόνο το κάναμε έτσι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Κι αβούτσ̑α λίγο απεδώ, λίγο απεκεί να κλέψουμε, κάνισκαμ' και σα εμέτερε τα φσ̑άχα απ’ ένα ντίζλικα
(Και έτσι κλέβοντας λίγο από εδώ, λίγο από εκεί, φτιάχναμε και στα δικά μας παιδιά από μία ποδιά)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Και αβούτσ̑α σεβίντσαμε που τ᾽ ακούσαμε
(Κι έτσι χαρήκαμε που το ακούσαμε)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Κι αβούτσ̑α το τρέν᾽ μάκρυνε και κουλτώσαμε
(Και έτσι το τρένο απομακρύνθηκε και γλυτώσαμε)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Άγιτε φσ̑άχα κοιμηθάτε, αβούτσα κρυώνετε
(Πηγαίντε παιδιά να κοιμηθείτε, έτσι θα κρυώσετε)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Τράνα, Κλέπαρη, τί ντάλ'σες αβούτσα;
(Κοίτα, Κλέπαρη, τι αφαιρέθηκες έτσι;)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
'ς 'νεί αβούτσι ραδέ!
(Ας γίνει έτσι λοιπόν!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Έν' αβούτσι, έν' αβούτσι, είπαν τσ̑ίπ τουν μο τ' έ' στόμας
(Έτσι είναι, έτσι είναι, είπαν όλοι τους μ' ένα στόμα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
'φότες έν' αούτσι 'ραδές, 'νοίκ' το ινgλίκι σου!
(Αφού είναι έτσι λοιπόν, άνοιξε την ποδιά σου!)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τζας ήτουν γραφτό να 'ινεί, αβουσί 'α γινεί
(Όπως ήταν γραφτό να γίνει, έτσι θα γίνει)
Φάρασ.
-Lag.
Τζας τα είπεντι Χριστός, ηύραν τα αβουσί
(Όπως τα είπε ο Χριστός, έτσι τα βρήκαν)
Φάρασ.
-Lag.
Τζας με δώτζε μένα ο τατά μου την βασιλειά, αβουσί εγώ α σας τα χαρίσω
(Όπως μου έδωσε εμένα ο πατέρας μου την βασιλεία, έτσι εγώ θα σας την χαρίσω)
Φάρασ.
-Lag.
|| Φρ.
Σο φαΐ ταρνά τρως, σ' όργο πάλι αβούτσ' είσαι;
(Στο φαΐ τρως γρήγορα, και στη δουλειά έτσι είσαι;˙ ειρωνικά για τους φαγάδες αλλά τεμπέληδες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ατιά, ζαάρ, τουτσά, τσαχτσά
2. Ως δεικτ. αντων., τέτοιος
ό.π.τ.
:
Ούτσ̑α αγάπεμα ντεν έντραντσα
(Τέτοια αγάπη δεν είδα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πατισάους πήι σου νταμουρτζή, γιαπτούρσι, ούτσα 'να τὀπ'
(Ο βασιλιάς πήγε στον σιδερά και παράγγειλε ένα τέτοιο τόπι)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Ιμείς ούτσα σακάτια πολλά μπέρνασαμ', έπαν, ντε σ' αφήνομ'
(Εμείς περάσαμε πολλά τέτοια βάσανα, είπαν, δε σ' αφήνουμε)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ283
Και το 'μό ναίκα μ' να γεννήσ̑' ούτσ̑α ένα παιρί 'τουν
(Μακάρι να γεννούσε και η δική μου γυναίκα ένα τέτοιο αγόρι)
Αραβαν.
-Φωστ.
Αντρας και ναίκα είχαν 'ς το νανούγ' ούτσ̑α 'να φσ̑άχ'
(Το αντρόγυνο είχαν στην κούνια ένα τέτοιο παιδί)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ούτσ̑α σαάτ' ντο κλώημα τι νο'ο π’κείς ‘τον;
(Τέτοια ώρα τον περίπατο τον περίπατο τι θα τον έκανες (τι τον ήθελες);)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Σον gόσμο επάνω αούτσ̑α σεράιγια ντεν εβρισκόσαν
(Τέτοια παλάτια δεν βρίσκονταν σ' ολόκληρο τον κόσμο)
Τελμ.
-Dawk.
Αβούτσ̑α κορίτσια ζόρια τα βρίσκει κανείς
(Τέτοια καλά κορίτσια δύσκολα τα βρίσκει κανείς)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Σα βαρασ̑ώτικα σώζ αρέ κανείζ Βαρασ̑ώτ'ς τζ̑ό 'γραψε αβούτσι α χαρτίο
(Στα φαρασιώτικα ως τώρα κανένας Φαρασιώτης δεν έγραψε ένα τέτοιο βιβλίο)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
|| Φρ.
Εν αβούτσι αν τζ̑είνο το στσ̑υλί του 'αλεί πολύ τσ̑αι τζ̑ο πορεί να δάτσ̑ει
(Είναι τέτοιος σαν εκείνο το σκυλί που γαβγίζει πολύ αλλά δεν μπορεί να δαγκώσει˙ για όσους πετυχαίνουν κάτι χωρίς να το αξίζουν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Μ' ό,τσ̑ι γιάσκαλο κάτσ̑εις, ούτσ̑α γιαζíρια να μάρεις
(Με όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις˙ Ο μαθητής φέρει τα χαρακτηριστικά του δασκάλου του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
καντάρ :3
3. Ως δεικτ. αντων., τόσος
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ.
:
Μαdέμκι άλλο ούτσ̑α πολύ το αγαπάς ετό το παιρί, φέρ' το κι ας το π'κούμ' ένα ζιαφέσ̑'
(Αφού πλέον το αγαπάς τόσο πολύ αυτό το παιδί, φέρε το κι ας του κάνουμε ένα τραπέζι)
Αραβαν.
-Φωστ.
Το να γαζαντι̂́σω ούτσ̑α πολλά ντέν ντ' όμ'ζα
(Το να κερδίσω τόσα πολλά δεν το ήλπιζα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντο γκούλτωμα ούτσ̑α γολάι 'να όγρο 'ναι μι σανdάς;
(Η γέννα νομίζεις ότι είναι τόσο εύκολη δουλειά;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
|| Παροιμ.
Αν ξεύρισ̑κα ούτσ̑α πολλά, να γκελετζέψω ήτουν μι το Χεό
(Αν ήξερα τόσα πολλά, θα συνομιλούσα με τον Θεό˙ απάντηση γι' αυτούς που ρωτούν συνεχώς)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αλικόντι :1, άτσοντο :1, καντάρ :3, τόσο
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025