ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ατιά (επίρρ.) ατι-ά [atiˈa] Φάρασ. ατσ̑ά [aˈtʃa] Μαλακ. ατα̈́ [aˈtæ] Φάρασ. ατσέ [aˈtse] Τσουχούρ., Φάρασ. Αντωνυμικό επίρρ. από την δεικτ. αντων. αυτός, όπου και τύπ. ατέ (πληθ. ατι-ά ή ατα̈́). Ο τύπ. ατσέ αναλογ. προς το επίρρ. ούτσα.
Έτσι : Συ, α κόρη μου, σοτίπως το ποίτσ̑ες ατσέ; (Εσύ κόρη μου, γιατί το έκανες έτσι;) Φάρασ. -Dawk. Έγραψε α μεχτούπι κι «Ατέ το φσ̑άχι τζ̑ας 'α νάρτει, να δώσετε του βασιλού την γκόρη, να παντρέψετε». Έγραψεν ντα ατσέ (Έγραψε ένα γράμμα που έλεγε «Όταν έρθει αυτό το αγόρι, δώστε του την κόρη του βασιλιά, παντρέψτε τον με αυτήν». Το έγραψε έτσι) Φάρασ. -Dawk. Ποίτσ̑ιν ντα ατσέ μο το σ̑έρι (Tα έκανε μιά έτσι με το χέρι) Φάρασ. -ΑΠΥ-Bağr. Πήνι ο τσ̑ιράχους είπιν τα σον πατισ̑άχου, ατσέ τσ' ατσέ είπι μι ο φουχαρές (Πήγε ο υπηρέτης, τα είπε στον βασιλιά, έτσι κι έτσι μου είπε ο φτωχός) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. ζαάρ, ούτσα, τουτσά, τσαχτσά