ατλάζι
(ουσ. ουδ.)
ατλάζ'
[atˈlaz]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το νεότ. ουσ. ἀτλάζι, το οπ. από το τουρκ. atlas (< αραβ.), όπου και διαλεκτ. τύπ. atlaz.
Στιλπνό μεταξωτό ύφασμα
Πβ.
ταφτά