ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ατλαντίζω (I) (ρ.) ατλαdι̂́ζω [atlaˈdɯzo] Αραβαν., Τελμ. ατλατίζω [atlaˈtizo] Μαλακ. ατλαΐζου [atlaˈizu] Σίλ. ατλατώ [atlaˈto] Φλογ. Αόρ. ατλάτ'σα [atˈlatsa] Φλογ. ατλίdζισα [atˈlidzisa] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. atlamak (αόρ. atladı) = α) πηδώ β) υπερπηδώ.
1. Πηδώ, πετάγομαι ό.π.τ. : Ατλάτα ασ' σο σκαλί (Πήδα από το σκαλί) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Οπ’ τ’ ικειά κάτα να ατλαΐσει, ’γώ ξυπνώ (Από κεί να πηδήξει μιά γάτα, εγώ ξυπνώ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Ατλίdζισι τσ̑ίνα οπ’ τσ̑ην ισ̑ά (Πετάχτηκε μιά σπίθα από την φωτιά) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. κουντώ, πετώ, χοπλαντώ
2. Υπερπηδώ ό.π.τ. : Τον πεθαμένο όσο κείτον σο σπίτσι το φυλάγαμε πολύ σα τα μάκια μας, να μην το ατλαντίσει η γάτα (Τον πεθαμένο όσο ήταν στο σπίτι τον φυλάγαμε πολύ σαν τα μάτια μας, να μην τον διασκελίσει η γάτα) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. αστιέω :1, διασκελίζω
β. Μτφ., προσπερνώ, παραλείπω Μαλακ.