ατλαντίζω (I)
(ρ.)
ατλαdι̂́ζω
[atlaˈdɯzo]
Αραβαν., Τελμ.
ατλατίζω
[atlaˈtizo]
Μαλακ.
ατλαΐζου
[atlaˈizu]
Σίλ.
ατλατώ
[atlaˈto]
Φλογ.
Αόρ.
ατλάτ'σα
[atˈlatsa]
Φλογ.
ατλίdζισα
[atˈlidzisa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. atlamak (αόρ. atladı) = α) πηδώ β) υπερπηδώ.
2. Υπερπηδώ
ό.π.τ.
:
Τον πεθαμένο όσο κείτον σο σπίτσι το φυλάγαμε πολύ σα τα μάκια μας, να μην το ατλαντίσει η γάτα
(Τον πεθαμένο όσο ήταν στο σπίτι τον φυλάγαμε πολύ σαν τα μάτια μας, να μην τον διασκελίσει η γάτα)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
αστιέω :1, διασκελίζω
β.
Μτφ., προσπερνώ, παραλείπω
Μαλακ.