ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αστιέω (ρ.) ασ̑τι-έω [aʃtiˈeo] Φάρασ. ασ̑τι-έου [aʃtiˈeu] Φάρασ., Φκόσ. ασ̑ι-άου [aʃiˈau] Φάρασ. Αόρ. ασ̑τι-έσα [aʃtiˈesa] Φάρασ., Φκόσ. Από το τουρκ. ρ. aşmak = α) υπερπηδώ, β) διασκελίζω γ) εξαφανίζω χωρίς να με δουν.
1. Διασκελίζω ό.π.τ. Συνών. αποσκελώ , ατλαντίζω, διασκελίζω, μπατζακλαντίζω
2. Απομακρύνομαι και δεν είμαι πια ορατός ό.π.τ. : || Φρ. Ασ̑τι-έσιν ο όηλους (Ο ήλιος εξαφανίστηκε˙ ο ήλιος έδυσε) Φάρασ., Φκόσ. -Αναστασ.Τ Πβ. μακρύνω, παραμαίνω, φεύγω