ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αστεναριά (ουσ. θηλ.) αστεναριά [astenaˈrʝa] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. Πληθ. αστεναριές [asternaˈrʝes] Μαλακ. Από το ουσ. αστενάρης και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
1. Ασθένεια ό.π.τ. : Εκεί τ’ κοριτσ̑ού τ’ αστεναριάς το ντερμάν', εκεί το χορτάρ 'ναι (Το φάρμακο της ασθένειας εκείνου του κοριτσιού ήταν εκείνο το χόρτο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Αστεναριά εκείνα α ζαμάνια ντεν ήδουν, έο (Εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν αρρώστιες καλέ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ντιαρά έχου μι ντα μέσα μ' αστεναριά (Τώρα έχω πρόβλημα υγείας με την μέση μου) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. αστεναρλάντισμα, αστένειος, αστένημα, χασταλίχι
β. Ειδικότ., τύφος Σινασσ.
2. Επιδημία Μαλακ. Συνών. κιράν, πόνος, τσόρι