αστεναριά
(ουσ. θηλ.)
αστεναριά
[astenaˈrʝa]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
Πληθ.
αστεναριές
[asternaˈrʝes]
Μαλακ.
Από το ουσ. αστενάρης και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
1. Ασθένεια
ό.π.τ.
:
Εκεί τ’ κοριτσ̑ού τ’ αστεναριάς το ντερμάν', εκεί το χορτάρ 'ναι
(Το φάρμακο της ασθένειας εκείνου του κοριτσιού ήταν εκείνο το χόρτο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αστεναριά εκείνα α ζαμάνια ντεν ήδουν, έο
(Εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν αρρώστιες καλέ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ντιαρά έχου μι ντα μέσα μ' αστεναριά
(Τώρα έχω πρόβλημα υγείας με την μέση μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
αστεναρλάντισμα, αστένειος, αστένημα, χασταλίχι
β.
Ειδικότ., τύφος
Σινασσ.