χασταλίχι
(ουσ. ουδ.)
χασταλίχ̇ι
[xastaˈlixi]
Φάρασ.
χασταλίχ'
[xastaˈlix]
Φλογ.
χασταχαλίχ̇ι
[xastaxaˈlixi]
Τσουχούρ.
Από το τουρκ. ουσ. hastalık = ασθένεια, όπου και διαλεκτ. τύπ. hastalıh.
Ασθένεια, αρρώστεια, πάθηση
ό.π.τ.
:
Bγκαλλαίνουμι την ευσ̑ή μας τσαι παρακαλάμι σο Θεό να δεβεί μο το καό ατό το χασταχαλίχ̇ι
(Kάνουμε την προσευχή μας και παρακαλάμε τον Θεό να περάσει με το καλό αυτή η αρρώστια)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Σα τάγματα ασ’ σα χασταλίχια πεθάνισ̑καν
(Στα τάγματα (εργασίας) πέθαιναν από τις αρρώστιες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Συνών.
αστεναριά, αστεναρλάντισμα, αστένειος, αστένημα