ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χασταλίχι (ουσ. ουδ.) χασταλίχ̇ι [xastaˈlixi] Φάρασ. χασταλίχ' [xastaˈlix] Φλογ. χασταλούχ' [xastaˈlux] Αξ. χασταχαλίχ̇ι [xastaxaˈlixi] Τσουχούρ. Από το τουρκ. ουσ. hastalık = ασθένεια, όπου και διαλεκτ. τύπ. hastalıh.
1. Ασθένεια, αρρώστεια, πάθηση Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ. : Bγκαλλαίνουμι την ευσ̑ή μας τσαι παρακαλάμι σο Θεό να δεβεί μο το καό ατό το χασταχαλίχ̇ι (Kάνουμε την προσευχή μας και παρακαλάμε τον Θεό να περάσει με το καλό αυτή η αρρώστια) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Σα τάγματα ασ’ σα χασταλίχια πεθάνισ̑καν (Στα τάγματα (εργασίας) πέθαιναν από τις αρρώστιες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Συνών. αστεναριά, αστεναρλάντισμα, αστένειος, αστένημα
2. Άρρωστος Αξ. Συνών. αστενάρης :1, τσουρούκι, χασταλούς, Αντίθ λιαρούτσικος :1
Τροποποιήθηκε: 11/08/2025