χατζηλίκι
(ουσ.)
χαdζ̑ι̂λι̂́κ'
[xadʒɯˈlɯk]
Ουλαγ., Σίλατ., Φλογ.
χαdζι̂λι̂́χ'
[xadzɯˈlɯx]
Αξ., Αραβαν., Φάρασ.
χατσ̑ιλίκ'
[xatsiˈlik]
Τροχ.
Νεότ. ουσ. χατζηλίκι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. hacılık = προσκύνημα στη Μέκκα.
1. Η ιδιότητα και ο τίτλος του χατζή
ό.π.τ.
2. Η επίσκεψη και το προσκύνημα στους Αγίους Τόπους ή στη Μέκκα
ό.π.τ.
:
Ήρτε ταρός το να υπάει σο χαdζι̂λι̂́χ'
(Ήρθε ο καιρός να πάει για προσκύνημα)
Όταν ήρτεν ασ' το χαdζ̑ι̂λι̂́κ', ούλα ξέβαν καρσού τ'
(Όταν γύρισε από το προσκύνημα, όλοι βγήκαν να τον προϋπαντήσουν)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Γαλάτσ̑’ ασ' το χατσ̑ιλίκ φέρουν το, βάζουμ' το και κείνο με το χαμαϊλί
(Λευκό όστρακο από το προσκύνημα φέρνουν, το βάζουμε κι εκείνο στο χαϊμαλί)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.