ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χατζηλίκι (ουσ.) χαdζ̑ι̂λι̂́κ' [xadʒɯˈlɯk] Ουλαγ., Σίλατ., Φλογ. χαdζι̂λι̂́χ' [xadzɯˈlɯx] Αξ., Αραβαν., Φάρασ. χατσ̑ιλίκ' [xatsiˈlik] Τροχ. Νεότ. ουσ. χατζηλίκι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. hacılık = προσκύνημα στη Μέκκα.
1. Η ιδιότητα και ο τίτλος του χατζή ό.π.τ.
2. Η επίσκεψη και το προσκύνημα στους Αγίους Τόπους ή στη Μέκκα ό.π.τ. : Ήρτε ταρός το να υπάει σο χαdζι̂λι̂́χ' (Ήρθε ο καιρός να πάει για προσκύνημα) Όταν ήρτεν ασ' το χαdζ̑ι̂λι̂́κ', ούλα ξέβαν καρσού τ' (Όταν γύρισε από το προσκύνημα, όλοι βγήκαν να τον προϋπαντήσουν) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Γαλάτσ̑’ ασ' το χατσ̑ιλίκ φέρουν το, βάζουμ' το και κείνο με το χαμαϊλί (Λευκό όστρακο από το προσκύνημα φέρνουν, το βάζουμε κι εκείνο στο χαϊμαλί) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.