χατζίμπαμπας
(ουσ.)
χατζίμπαμπα
[xaˈdzibaba]
Τροχ.
χαdζίπαπας
[xaˈdzipapas]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. hacıbaba = πελαργός (THADS, λ. hacıbaba).
Πελαργός
Πβ.
χατζιλεϊλέκι