χατζιλαΐζω
(ρ.)
χατζιλαΐζου
[xadzilaˈizu]
Μισθ.
χατζ̑ιλαΐζου
[xadʒiˈlaizu]
Μισθ.
Αόρ.
χατζιλάτ'σ̑α
[xadziˈlatʃa]
Μισθ.
χατζ̑ιλάτ'σα
[xadʒiˈlatsa]
Μισθ.
Προστ.
χατζ̑ιλάdα
[xadʒiˈlada]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. harcamak = α) ξοδεύω β) αναλώνω γ) ξεφορτώνομαι κάποιον ή κάτι άχρηστο, όπου και διαλεκτ. τύπ. harçlamak και ⱨärclämäk. Εναλλακτικά, από το τουρκ. ρ. kaçılmak = α) αποσύρω β) διώχνω, παραμερίζω.
1. Ξεφορτώνομαι, πετάω στα σκουπίδια
Μισθ.
:
Τσόουν ναχυριώνα μέσα, αλλά δε ξέρου γεωργός τι δου ποίκιν, αν δου χατζιλάτ'σιν ή αν ντου έχ'
(Ήταν μέσα στον αχυρώνα, αλλά δεν ξέρω ο γεωργός τι το έκανε, αν το πέταξε ή αν το έχει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
σέρνω :3
2. Εκσφενδονίζω, πετάω κάτι
ό.π.τ.
:
Χατζιλάειναμ' ντου γαμά μέσ̑η τ', να τ͑υρπήσουμ' διαολιού καργιά
(Πετούσαμε το δίκοπο μαχαίρι στην μέση του (ανεμοστρόβιλου που είχε ξεσπάσει στον κάμπο), για να τρυπήσουμε την κοιλιά του διαβόλου (που βρισκόταν μέσα στον ανεμοστρόβιλο και έτσι να σταματήσει ο ανεμοστρόβιλος) )
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Γάπσα 'να χτα̈́ρ', χατζιλάτ'σ̑α ντου απάνου τ'
(Άρπαξα μιά πέτρα, την έρριξα απάνω του)
Μισθ.
-Φατ.
Να ντου χατζιλαΐσου σου 'ντιαριά
(Θα το ρίξω στην ρεματιά)
Μισθ.
-Φατ.
Σήκου απουγά, χατζιλάντσι ντα μπαξιμάτια
(Σήκω αποδώ, πέτα τα παξιμάδια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Χατζιλαΐζουμ' κάρτις
(Ρίχνουμε χαρτιά˙ Παίζουμε χαρτιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
ξεπετώ, φιρλατίζω :1
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024