χατζιλεϊλέκι
(ουσ. ουδ.)
χατζιλεϊλέκ'
[xadzileiˈlek]
Μαλακ., Σεμέντρ.
χατζιλελέκι
[xadzileˈleci]
Αραβ., Μισθ., Τροχ.
χατζίλελεκ'
[xaˈdzilelek]
Αξ.
Αρσ.
χατζιλεϊλέκος
[xadzileiˈlekos]
Αξ.
χατζ̑ιλεϊλέκος
[xadʒileiˈlekos]
Αραβαν.
χατζιλελέκος
[xadzileˈlekos]
Αξ.
χαdζ̑ίλελεκο
[xaˈdʒileleko]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. hacıleylek = πελαργός.
Τροποποιήθηκε: 31/08/2025