ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χατζιλεϊλέκι (ουσ. ουδ.) χατζιλεϊλέκ' [xadzileiˈlek] Μαλακ., Σεμέντρ. χατζιλελέκι [xadzileˈleci] Αραβ., Μισθ., Τροχ. χατζίλελεκ' [xaˈdzilelek] Αξ. Αρσ. χατζιλεϊλέκος [xadzileiˈlekos] Αξ. χατζ̑ιλεϊλέκος [xadʒileiˈlekos] Αραβαν. χατζιλελέκος [xadzileˈlekos] Αξ. χαdζ̑ίλελεκο [xaˈdʒileleko] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. hacıleylek = πελαργός.
Πελαργός, λελέκι ό.π.τ. Συνών. λεϊλέκι
Τροποποιήθηκε: 31/08/2025