ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χατζιλεϊλέκι (ουσ. ουδ.) χαdζιλεϊλέκ' [xadzileiˈlek] Μαλακ., Σεμέντρ. χαdζιλελέκι [xadzileˈleci] Αραβ., Μισθ., Τροχ. χαdζιλεϊλέκος [xadzileiˈlekos] Αξ. χαdζ̑ιλεϊλέκος [xadʒileiˈlekos] Αραβαν. χαdζιλελέκος [xadʒileˈlekos] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. hacıleylek = πελαργός.
Πελαργός, λελέκι ό.π.τ. Συνών. λεϊλέκι