χατζιλεϊλέκι
(ουσ. ουδ.)
χαdζιλεϊλέκ'
[xadzileiˈlek]
Μαλακ., Σεμέντρ.
χαdζιλελέκι
[xadzileˈleci]
Αραβ., Μισθ., Τροχ.
χαdζιλεϊλέκος
[xadzileiˈlekos]
Αξ.
χαdζ̑ιλεϊλέκος
[xadʒileiˈlekos]
Αραβαν.
χαdζιλελέκος
[xadʒileˈlekos]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. hacıleylek = πελαργός.