χαταρούτσικο
(επίρρ.)
χαταρούσκο
[xataˈrusko]
Φάρασ.
Από το επίρρ. χατρά, όπου και τύπ. χατάρι, και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικο.
Λιγάκι
:
Ατός έν' χαταρούσ'κο μέγα 'σ' τε 'μένα
(Αυτός είναι κάπως μεγαλύτερος από 'μένα)
Φάρασ.
-Αναστασ.
βλ.
χατρά