ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαταρούτσικο (επίρρ.) χαταρούσκο [xataˈrusko] Φάρασ. Από το επίρρ. χατρά, όπου και τύπ. χατάρι, και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικο.
Λιγάκι : Ατός έν' χαταρούσ'κο μέγα 'σ' τε 'μένα (Αυτός είναι κάπως μεγαλύτερος από 'μένα) Φάρασ. -Αναστασ. βλ. χατρά