χαστάς
(επίθ.)
χαστάς
[xaˈstas]
Σίλ.
Πληθ.
χαστάροι
[xaˈstari]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. hasta = άρρωστος.
Άρρωστος
:
Χαστάσ̑ μου
(Είμαι άρρωστος)
Σίλ.
-Dawk.JHS
Χαστάροι μίστινιζ
(Είμαστε άρρωστοι)
Σίλ.
-Dawk.JHS
Συνών.
αστενάρης, τσουρούκι, χασταλούς :1