χαστάς
(επίθ.)
χαστάς
[xaˈstas]
Σίλ.
Πληθ.
χαστάροι
[xaˈstari]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. hasta = άρρωστος.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024