χασλαμάς
(επίθ.)
χασλαμάς
[xazlaˈmas]
Από το τουρκ. ουσ. haşlama = α) βράσιμο, ζεμάτισμα β) ως επίθ., βραστός.
Βραστός
Τροποποιήθηκε: 11/06/2025