χασίλι (II)
(ουσ. ουδ.)
χασίλι
[xaˈsili]
Φάρασ.
χασούλ'
[xaˈsul]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. hasıl = α) χλωρό κριθάρι ως ζωοτροφή β) διαλεκτ. σημ., καλλιέργεια που δίνει τροφή στα ζώα (Χλωρός, Redhouse, THADS, λ. hasıl). Η λ. και Κρήτ.
1. Χλωρό κριθάρι ως ζωοτροφή
ό.π.τ.
:
Είχαμ' πρόγαδα, σπέριξαμ' ντου κ'σάρ', σ̑άνιξάμ' ντου χασούλ', τρώιξαν
(Είχαμε πρόβατα, το σπέρναμε κριθάρι, το κάναμε ζωοτροφή, έτρωγαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Χωράφι σπαρμένο με κριθάρι ή βρόμη
ό.π.τ.