ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χασίλι (II) (ουσ. ουδ.) χασίλι [xaˈsili] Φάρασ. χασούλ' [xaˈsul] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. hasıl = α) χλωρό κριθάρι ως ζωοτροφή β) διαλεκτ. σημ., καλλιέργεια που δίνει τροφή στα ζώα (Χλωρός, Redhouse, THADS, λ. hasıl). Η λ. και Κρήτ.
1. Χλωρό κριθάρι ως ζωοτροφή ό.π.τ. : Είχαμ' πρόγαδα, σπέριξαμ' ντου κ'σάρ', σ̑άνιξάμ' ντου χασούλ', τρώιξαν (Είχαμε πρόβατα, το σπέρναμε κριθάρι, το κάναμε ζωοτροφή, έτρωγαν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Χωράφι σπαρμένο με κριθάρι ή βρόμη ό.π.τ.