χασευτής
(ουσ. αρσ.)
χασευτής
[xaseˈftis]
Μαλακ.
Από το ρ. χασεύω και το παραγωγ. επίθμ. -τής.
Κλέφτης, λωποδύτης
Συνών.
καπουσάνος, καπτάρης, κλέφτης, χιρσίζης